- κατάσχῃ
- κατέχωhold fastaor subj mp 2nd sgκατέχωhold fastaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασχῇ — κατασχάω slit pres subj mp 2nd sg (doric) κατασχάω slit pres ind mp 2nd sg (doric) κατασχάω slit pres subj act 3rd sg (doric) κατασχάω slit pres ind act 3rd sg (doric) κατασχάω slit pres subj mp 2nd sg (epic ionic) κατασχάω slit pres ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσχηι — κατάσχῃ , κατέχω hold fast aor subj mp 2nd sg κατάσχῃ , κατέχω hold fast aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek